- πηρία
- Α(κατά τον Ησύχ.) «Ἀ(σ)πένδιοι τὴν χώραν τοῡ ἀγροῡ».[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. πηρία μοιάζει μάλλον για αιτ. πληθ. ουδ. γένους και, κατά μία άποψη, αντιστοιχεί με το πεδία (πληθ. τού πεδίον) και οφείλεται σε ρωτακισμό, που αποτελεί γνώρισμα τής Παμφυλιακής. Οι συνδέσεις τής λ. με γοτθ. fera, αρχ. άνω γερμ. fiara «πλευρά, περιοχή», αρχ. ιρλδ. īriu «χώρα» δεν θεωρούνται πιθανές].
Dictionary of Greek. 2013.